τροχαιοπαιωνόπρωτος

τροχαιοπαιωνόπρωτος
ὁ, Μ
(μετρ.) ο τροχαίος και ο πρώτος παιάνας, δηλαδή -∪-∪∪∪.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + παιών, παιῶνος, αττ. τ. τής λ. παιάν + πρῶτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”